απαραδειγμάτιστος

απαραδειγμάτιστος
-η, -ο (Α ἀπαραδειγμάτιστος, -ον)
νεοελλ.
(συνήθως με κακή σημασία)
1. αυτός που δεν έχει άλλον για παράδειγμα, μοναδικός
2. ασυνέτιστος
αρχ.
αυτός που δεν υπόκειται σε επίκριση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απαραδειγμάτιστος — η, ο επίρρ. α ασύγκριτος, μοναδικός (κυρίως για κακό): Η διαγωγή του απέναντί σου είναι ελεεινή, απαραδειγμάτιστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπαραδειγματίστως — ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure adverbial ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπαραδειγμάτιστα — ἀπαραδειγμάτιστος not liable to censure neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”